- σκληρυντική
- σκληρυντικόςhardeningfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρομβαγγειίτιδα — η ιατρ. 1. φλεγμονή αγγείου που έχει υποστεί θρόμβωση 2. φρ. «αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα» φλεγμονώδης σκληρυντική νόσος τού τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και ιδίως τών αρτηριών τών κάτω κυρίως άκρων νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται… … Dictionary of Greek
καρδιοσκλήρωση — η ιατρ. σκληρυντική αλλοίωση τών στεφανιαίων αγγείων τής καρδιάς και τού ενδοκαρδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiosclerose < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + sclerose (πρβλ. σκλήρωσις)] … Dictionary of Greek
κραύρωση — η (Μ κραύρωσις) [κραυρούμαι] ξηρότητα νεοελλ. ιατρ. ατροφική, σκληρυντική, ρικνωτική εξεργασία τών ημιβλεννογόνων, που συνοδεύεται από έντονο κνησμό (α. «κραύρωση τού αιδοίου» β. «κραύρωση τού πέους») … Dictionary of Greek
μεσεντερίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού μεσεντερίου («σκληρυντική [ή ρικνωτική] μεσεντερίτιδα») … Dictionary of Greek
αρτηριοσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρυνση — Πάθηση που προσβάλλει τα αγγεία και εκδηλώνεται με συμπτώματα που ποικίλλουν ανάλογα με την αρτηρία και το όργανο που αιματώνεται από αυτή. Η α. προσβάλλει περισσότερο τους άντρες, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Αν και… … Dictionary of Greek
ινοκυστικές αλλαγές του μαστού — Καλοήθης κατάσταση του γυναικείου μαστού, που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του συνδετικού ιστού ή και του αδενικού επιθηλίου, σχηματισμό κυστών κλπ. Σύγχρονα έγκυρα συγγράμματα αναφέρονται στην κατάσταση αυτή ως ι. α. του μ., ενώ άλλα υιοθετούν… … Dictionary of Greek
πνευμονοκονιώσεις — Πνευμονικά νοσήματα που οφείλονται στην εισπνοή σκόνης. Στις κυψελίδες του πνεύμονα συγκρατούνται τα στερεά σωματίδια που έχουν διάμετρο μεταξύ 0,5 και 1 μικρού ή μικρότερη των 0,2 του μικρού· όταν αυτά τα σωματίδια ξεπεράσουν το τοίχωμα των… … Dictionary of Greek